Το ποδόσφαιρο δεν είναι μπάσκετ. Είναι δύσκολο έως απίθανο να βρεις έναν ημιεπαγγελματία ή ερασιτέχνη ποδοσφαιριστή που να μπορεί να μπει σε κάποιο γήπεδο και να διαλύσει διάσημους (και φτασμένους) ποδοσφαιριστές.
Ίσως κάποτε -όταν το ποδόσφαιρο δεν ήταν γεμάτο παίκτες-αθλητές- να ήταν εφικτό. Στις μέρες μας δεν υπάρχει καμία τέτοια περίπτωση. Στο μπάσκετ έχουν υπάρξει τέτοιες περιπτώσεις αθλητών -στο παρελθόν- με τους Πι-Γουί Κέρκλαντ και Ερλ «Γκόατ» Μάνιγκολτ να θεωρούνται οι πιο διάσημοι, καθώς στα ανοικτά γήπεδα της Νέας Υόρκης κέρδιζαν (πολλές φόρες μάλιστα διέλυαν) παικταράδες όπως ο Μπερνάρντ Κινγκ, ο Λου Άλτσιντορ (γνωστότερος ως Καρίμ Αμπντούλ Τζαμπάρ) και φυσικά ο «Ντόκτορ» Τζούλιους Έρβινγκ. Και οι τρεις τελευταίοι υπήρξαν πρωταθλητές στο NBA και θεωρούνται στους κορυφαίους όλων των εποχών.
Κλείνω το μεγάλο -και άσχετο πρόλογο όπως συνηθίζω- και περνάω στο κυρίως πιάτο.
Το Μεσολόγγι στα 90s ήταν μια πόλη γεμάτη ζωή. Με αρκετά εργοστάσια, (σχεδόν) μηδαμινή ανεργία και μια ποδοσφαιρική ομάδα -την Αθλητική Ένωση Μεσολογγίου ή ΑΕΜ- που δεν βολόδερνε στα τοπικά της Αιτωλοακαρνανίας αλλά πάλευε για να βρεθεί στα γήπεδα της Β” Εθνικής. Υπήρχε δυνατή διοίκηση, γεμάτο γήπεδο, στον πάγκο κάθονταν ο αείμνηστος Γιάννης Κυράστας (για μερικές σεζόν) και η ομάδα είχε τη δυνατότητα να φέρνει παικταράδες (όπως ο Νόνι Λίμα) και να κάνει προετοιμασία σε γήπεδα του εξωτερικού. Τη σεζόν 1987-1988 η ΑΕΜ τερμάτισε στη 2η θέση της Δ” Εθνικής πίσω από τον Παναιτωλικό και πήρε το εισιτήριο της ανόδου για τη Γ” εθνική. Την ίδια περίοδο στο Μεσολόγγι έφτασε -για να ηγηθεί της μεσαίας γραμμής- ο Στάθης Τσάντζος.
Ο παίκτης είχε ξεκινήσει από την ΑΕΚ Λιοσίων και είχε κάνει σπουδαίο όνομα στο Λεβαδειακό αλλά λόγω του χαρακτήρα του και της κακής εξωαγωνιστικής (και άστατης) ζωής του δεν κατάφερε ποτέ να βρεθεί σε ομάδα Α” εθνικής, ασχέτως αν η τεχνική του κατάρτιση ήταν επιπέδου Χατζηπαναγή. Ο ίδιος ο «Βάσια» άλλωστε είχε δηλώσει πως θεωρεί το Τσάντζο ως το μεγαλύτερο Έλληνα μπαλαδόρο που έχει δει στη ζωή του.
Στην πρώτη προπόνηση της ομάδας είχαν μαζευτεί εκατοντάδες άνθρωποι για να θαυμάσουν το νέο μεταγραφικό απόκτημα και να δουν ιδίοις όμμασι αν η φήμη που τον ακολουθούσε είχε σχέση με την πραγματικότητα.
Στην πρώτη του επαφή με τη μπάλα, μετά το ζέσταμα και τις διατάσεις, φάνηκε εκείνο το μαγικό, το «βραζιλιάνικο», που έχουν όλοι οι μεγάλοι αρτίστες της στρογγυλής θεάς. Ένα κοντρόλ βγαλμένο από τα καλύτερα ποδοσφαιρικά παραμύθια. Όταν μάλιστα απέφυγε τρεις παίκτες με ντρίμπλα αλά Ζιντάν στο διπλό της ομάδας, ακόμα και οι πιο δύσπιστοι κατάλαβαν πως είχαν να κάνουν με μια σπουδαία, με μια μοναδική περίπτωση ποδοσφαιριστή. Από τότε και για ενάμιση χρόνο κανένας δεν έπαιρνε τα μάτια από πάνω του, με τον παίκτη να χαρίζει μοναδικές ποδοσφαιρικές συγκινήσεις, χορεύοντας ουσιαστικά -όχι στο χόρτο αλλά- στα χαλίκια του γηπέδου του Μεσολογγίου.
Ακόμα και στις μέρες μας -αν πας και πιάσεις κουβέντα με 2-3 γεροντάκια που ξημεροβραδιάζονται στο γήπεδο- θα ακούσεις γι” αυτόν τον παίκτη. Θα τους δεις να συγκινούνται και να βουρκώνουν για τον «Μάγο της ΑΕΜ». Ίσως αν κλείσεις τα μάτια και αφήσεις ελεύθερο το μυαλό σου, να μπορέσεις να τον δεις -έστω για λίγο- να ντριμπλάρει ως άλλος Κάρλοβιτς τους αντιπάλους του.
Τη σεζόν 1990-91 η ΑΕΜ είχε κληρωθεί με την ΑΕΚ για τον πρώτο γύρο του Κυπέλλου στη Φιλαδέλφεια. Φυσικά και εκείνη η ΑΕΚ δεν είχε αντίπαλο και κέρδισε την επαρχιώτικη ομάδα με 5-1 αλλά ο Τσάντζος είχε κρατήσει μια μοναδική στιγμή για το αθηναϊκό κοινό (και αρκετούς Μεσολογγίτες που είχαν βρεθεί στο γήπεδο). Όταν η ΑΕΜ κέρδισε πέναλτι, ο Τσάντζος έστησε τη μπάλα και εκτέλεσε τον τερματοφύλακα με σουτ αλά Πανένκα κάνοντας το κοινό να σηκωθεί και να χειροκροτήσει αυτό το σπουδαίο αρτίστα.
Εννοείται πως νωρίτερα είχε μοιράσει άφθονες σακούλες στους σπουδαίους αμυντικούς των κιτρινόμαυρων. Μετά από εκείνη την εμφάνιση δεν ήταν λίγες οι ομάδες που ενδιαφέρθηκαν για το σπουδαίο άσσο αλλά πάντα έμπαινε φρένο λόγω της κακής του φυσικής κατάστασης και της κακής εξωγηπεδικής ζωής του. Ο Τσάντζος δεν είχε καμία σχέση με αθλητή. Ξενυχτούσε καθημερινά, κάπνιζε πολύ, έπινε ακόμα περισσότερο και γενικά ζούσε για τον αγώνα και βαριόταν την προπόνηση.
Στη μέρα του μπορούσε να ντριμπλάρει σε τηλεφωνικό θάλαμο τους αδερφούς Μπαρέζι αλλά -είμαι σίγουρος- πως μπορεί να έπαιζε τελικό Μουντιάλ και την προηγούμενη να είχε ξενυχτήσει μέχρι τα χαράματα στα μπουζούκια.
Μεσούσης της σεζόν έφυγε για το Ναύπλιο και συνέχισε σε αρκετές ερασιτεχνικές ομάδες μέχρι το τέλος της καριέρας του στον Άρη Πετρούπολης. Στις 13 Ιουλίου του 2004 ο Στάθης Τσάντζος άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 43 ετών, βυθίζοντας στο πένθος μεγάλη μερίδα του φίλαθλου κοινού της χώρας μας. Θεωρείται από τους πιο τεχνίτες ποδοσφαιριστές των 80s και των 90s και δεν έκανε σπουδαία καριέρα καθαρά λόγω του χαρακτήρα και των παθών του, δείχνοντας σε όλους πως για να φτάσεις στην κορυφή χρειάζονται -εκτός του ταλέντου- και οι θυσίες.
Οι παλιότεροι θα τον θυμούνται πάντα να χορεύει στο χορτάρι, στο χώμα και τα χαλίκια. Να αφήνει χαζούς τους αντιπάλους του και να σκοράρει υπέροχα τέρματα. Να χαίρεται πρώτα απ’όλα το παιχνίδι και το βραδάκι να βγαίνει για να πιει τα ποτάκια του. Αν έπαιζε μπάσκετ, θα ήταν ακόμα ένας Πι-Γουί Κέρκλαντ. Θα χάζευε τους -διάσημους- αντιπάλους του στα ανοιχτά γηπεδάκια, στα χαλίκια και στις πλατείες και θα συνέχιζε χαμογελαστός το δρόμο του.
Δυστυχώς όμως, όπως έγραψα και στην εισαγωγή αυτού του κειμένου, το ποδόσφαιρο δεν είναι μπάσκετ.
Πηγή: www.sombrero.gr