Μου είπαν να περιμένω να ξεθυμάνει. Μου είπαν πως όλο αυτό που βίωσα είναι πολύ ακόμα και γι’αυτούς τους ίδιους που το ζουν από τα γεννοφάσκια τους. Μου είπαν κι άλλα πολλά κι είπα να τους ακούσω μιας που ως «ιστοριολάγνος» ξέρω πως για να αφηγηθείς ή για να εξετάσεις την ιστορία, θα πρέπει να αφήσεις λίγο χρόνο ανάμεσα στα γεγονότα και την καταγραφή τους. Κι έτσι έκαμα.
Μα η καρδιά δε λέει να μερέψει. Το αυτί ακόμα νταούλια ακούει. Το μάτι ακόμα ντουλαμά και κιουστέκι ψάχνει. Το δάχτυλο ακόμα παραμονεύει να πατήσει το κουμπί για να φυλακίσει τον χορευταρά αρματοστολισμένο ή τον περήφανο καβαλαραίο.
Γιατί; Γιατί βλέπεις υπάρχει ένας τόπος στον οποίο για τις 4 τελευταίες μέρες της Πεντηκοστής, εκεί που κρεμάνε οι Καπεταναίοι τ’άρματα, επιβάλλεται να κρεμάσουν κι οι γύφτοι τα νταούλια. Ένας τόπος περήφανος, ποτισμένος με χαρούμενο αίμα. Μια πόλη με κληρονομιά βαριά, θυσία της οποίας όμοια δε γνωρίζει ολάκερη η πλάση. Ο τόπος αυτός είναι το Μεσολόγγι που τιμάει τους νεκρούς του όπως μόνο αυτό ξέρει.
Οι εορτασμοί που ξεκινάνε κάθε χρόνο από το Σάββατο του Λαζάρου και την Κυριακή των Βαΐων για την ηρωική Έξοδο, ολοκληρώνονται του Αγίου Πνεύματος με ένα τετραήμερο πανηγύρι που σα κι αυτό δεν έχει άλλο. Η κατάνυξη της αναπαράστασης κάθε Βαγιώνε, θα δώσει τη θέση της στην αυστηρή φασαρία αυτών των πρώιμων καλοκαιρινών ημερών. Σα τη δυνατή κραυγή που βγάζει κάποιος που λύγισε από το πένθος του χαμού των δικών του και τώρα θέλει να ουρλιάξει και να χορέψει για την τιμή της καλοξοδεμένης ζωής αυτών που έχασε. Αυτό ακριβώς κάνουν οι Μεσολογγίτες ετούτες τις 4 μέρες. Χορεύουνε, γλεντάνε και τραγουδούν! Τιμούν τους νεκρούς τους ήρωες και ξορκίζουν το θάνατο.
Κάνουν ένα τρανό και χαρούμενο μνημόσυνο ξεκινώντας τις ετοιμασίες με τα νταούλια να βαράνε από της Αναλήψεως. Βγαίνουν από τα τείχη της πόλης καβάλα στ’άλογα και χορεύοντας για ν’ανταμώσουν στο μοναστήρι τ’ ‘Αη Συμιού αργά το βράδυ της Κυριακής , παρέες παρέες, με τις οικογένειες τους σιμά, μα όχι στο ίδιο τραπέζι. Τρώνε, πίνουνε, γλεντάνε, χορεύουν και μοιρολογάνε χωρίς πολλά πολλά. Τίμια, αντρίκια και κοφτά. Όπως αρμόζει.
Μπλέκεται ο τρικενές με το κρασί κι ο χορός με τα μινόρια ως το ξημέρωμα κι ακόμα παραπέρα. Ως την επιστροφή τους στη πόλη αργά το απόγευμα της Δευτέρας. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Καβάλα και χορεύοντας μόνο και μόνο για να συνεχιστεί το γλέντι στους δρόμους της πόλης ως τις πρώτες πρωινές ώρες της Τρίτης. Κουρασμένοι μα γεμάτοι, το ίδιο απόγευμα θα πάνε για το τρισάγιο στο εκκλησάκι της Αγίας Τριάδας στο νησάκι της Κλείσοβας κι ύστερα θα φυλάξουν τις φουστανέλες, τους ντουλαμάδες και τα κιουστέκια τους με την υπόσχεση για το παρόν και για την επόμενη χρόνια.
Όλο αυτό είναι κάτι που πρέπει να το ζήσει κανείς για να το καταλάβει. Να τους δει να χορεύουν στους δρόμους με τα μανίκια από τις πουκαμίσες ν’ ανεμίζουν σα τα φτερά τ’Αρχάγγελου. Να τους χαζέψει καβαλάρηδες, ίδιους Άη Γιώργηδες πάνω στ’άλογα. Κι ακόμα και τότε, δε ξέρω αν γίνεται να καταλάβει με τη πρώτη. Ίσως να χρειάζεται και δεύτερη και Τρίτη φορά μέχρι να το αισθανθεί και να το κατανοήσει. Εδώ καλά καλά δε νομίζω πως το καταλαβαίνουν κι αυτοί, οι ίδιοι. Γι’αυτό γλεντάνε και παρελαύνουν με την ίδια διονυσιακή έκσταση κάθε χρονιά. Κι εδώ που τα λέμε πώς να σηκώσεις το βάρος μιας τέτοιας κληρονομιάς, μιας τέτοιας παρακαταθήκης με τη μία; Θέλει μια ολάκερη ζωή για να βιώσεις το ότι όποτε βρέχει στο Μεσολόγγι, οι δρόμοι αναβλύζουν εκείνο το χαρούμενο αίμα που ανέφερα και πιο πριν. Το αίμα όλων αυτών που θυσιάστηκαν όχι μόνο για τον τόπο τους, μα και για σένα και για μένα.
Όχι, όχι αυτή η κληρονομιά, αυτή η τιμή δε σηκώνεται με τη πρώτη. Δεν υπάρχει ώμος να τη βαστάξει απ’ την αρχή. Θέλει χρόνια και θρησκευτική ευλάβεια στην επανάληψή της. Γι’αυτό κι εγώ έρχομαι ξανά και ξανά με την λαχτάρα και τη αγάπη που έχουν τα υιοθετημένα παιδιά προς τους θετούς γονείς τους. Μια αγάπη διπλή. Ναι, δυο φορές τ’αγαπάω τ’Αλωνάκι μου γιατί το διάλεξα και κι αυτό με δέχτηκε σα να με καλούσε κοντά του χρόνια τώρα. Έτσι μόνο ίσως και να καταλάβω κι εγώ μια μέρα μαζί με τους Μεσολογγίτες την ιερή του σημασία.
Γι’αυτό σου λέω, κι αν με ψάχνεις, έλα στο Μεσολόγγι. Εκεί μόνο θα με βρεις. Στη Πατρίδα που διάλεξε η καρδιά μου…
Καλές Αντάμωσες….
* Γράφει η Στέλλα Μπεκατώρου Βράϊλα
Πηγή: www.touristorama.com